Όταν έχω τις μαύρες μου
κι είναι βαρύ το κλίμα
σκέφτομαι αν καλύτερα
θα ένιωθα στο μνήμα…
Και τότε φαντασιώνομαι
νεκρός πώς θα γελάω
με όσα νιώθω βάσανα
τη γης όσο πατάω.
Φεύγω λοιπόν απ’ τη ζωή
και μπαίνω μες στην κάσα.
Κλαίω απ’ τη μια που πέθανα
παίρνω απ’ την άλλη ανάσα.
Τριγύρω από το φέρετρο
σπαράζουν δήθεν όλοι
σαχλοεπικήδειους εκφωνούν…
– με πιάνουν οι διαβόλοι.
Όχι και τώρα! σκέφτομαι.
Όχι και πεθαμένος!
Πετάγομαι απ’ το φέρετρο,
τρέχω σαν κολασμένος
και… τάφο ψάχνω μακρινό
κανείς να μην τον φτάνει
που αν θα τον βρουν –μα το Θεό–
να μη με λένε Γιάννη!